Τιρπέν

Τιρπέν
(Turpin). Επώνυμο Γάλλων επιστημόνων. 1. Τ. Οζέν (1848 – 1927). Χημικός και εφευρέτης. Το 1877 ανακάλυψε τα αβλαβή χρώματα και το 1885 την εκρηκτική ύλη μελανίτιδα. Η εργασία του όμως πάνω στην τελευταία του ανακάλυψη κλάπηκε από Χιλιανούς και Άγγλους βιομηχάνους και ο ίδιος καταδικάστηκε σε φυλάκιση με την κατηγορία ότι σε κάποιο φυλλάδιο που εξέδωσε αποκάλυψε μυστικά της εθνικής άμυνας. Ενώ ήταν στη φυλακή επινόησε τα αυτοπροωθούμενα βλήματα. Το 1901 προσελήφθη στο υπουργείο Πολέμου και στα χρόνια που ακολούθησαν εφηύρε διάφορες εκρηκτικές ύλες που χρησιμοποιήθηκαν με επιτυχία στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα κυριότερα από τα θεωρητικά του έργα τιτλοφορούνται Ο σχηματισμός των κόσμων (1893), και Οι φυσικές δυνάμεις (190Β). 2. T., Πιερ-Ζαν-Φρανσουά (1775 – 1840). Βοτανολόγος. Το 1794 στάλθηκε ως στρατιώτης στον Άγιο Δομίνικο, όπου ασχολήθηκε με τη βοτανική και έκανε συστηματικές μελέτες για τη χλωρίδα του νησιού αυτού. Αργότερα εξερεύνησε το νησί της Χελώνας (Τορτόγκαν) και από εκεί πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου γνωρίστηκε με τον Ούμπολτ, πολλά έργα του οποίου εικονογράφησε. Ο Τ. ασχολήθηκε κυρίως με τη φυσιολογία των φυτών και έγραψε πολλά έργα της ειδικότητάς του. 3. T., Φρανσουά Ανρί (1709 – 1799). Ιστορικός. Δίδαξε ιστορία στα πανεπιστήμια της Καν και του Παρισιού και έγραψε βιογραφίες διαφόρων ιστορικών προσώπων όπως ο Λουδοβίκος B’, ο Μωάμεθ κ.ά. Από τα υπόλοιπα έργα του, τα σπουδαιότερα τιτλοφορούνται: Ιστορία του Kορανίου, Η επιφανής Γαλλία ή ο Γάλλος Πλούταρχος και Ιστορία των επαναστάσεων στην Αγγλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”